Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξενάγηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενάγηση η [ksenájisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεναγώ· το έργο του ξεναγού: Θα γίνει ~ στο Aρχαιολογικό Mουσείο. H ~ ήταν πο λύ ενδιαφέρουσα.

[λόγ. ξεναγη- (ξεναγώ) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ξενάγησις `στρατολόγηση΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go