Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεμυαλιστής ο [ksemnalistís] Ο7 θηλ. ξεμυαλίστρα [ksemnalístra] Ο25α : αυτός που γίνεται η αιτία να ξεμυαλιστεί κάποιος, αυτός που ξεμυαλίζει.
[ξεμυαλισ- (ξεμυαλίζω) -τής· ξεμυαλισ(τής) -τρα]



