Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεμπέρδεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμπέρδεμα το [ksebérδema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεμπερδεύω. ANT μπέρδεμα: Tο ~ του κουβαριού / των μαλλιών. ΦΡ θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα / δε θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα, θα έχου με φασαρίες, καβγάδες, περιπλοκές. καλά ξεμπερδέματα!, ειρωνικά, για απρό σμενη περιπλοκή, αναποδιά: Tώρα, καλά ξεμπερδέματα!

[ξεμπερδεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go