Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεματιάστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεματιάστρα η [ksematxástra] Ο25α : (οικ.) γυναίκα που ξέρει να ξεματιάζει, να απαλλάσσει κπ. από το μάτιασμα: Γνωστή ~ του χωριού.

[ξεματιασ- (ξεματιάζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες