Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεμασκαρεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμασκαρεύω [ksemaskarévo] -ομαι Ρ5.2 : (προφ.) αφαιρώ το προσωπείο κάποιου, αποκαλύπτω το ποιόν ενός ανθρώπου ή τις πραγματικές του προθέσεις.

[ξε- μασκαρεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go