Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεμένω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμένω [kseméno] Ρ αόρ. ξέμεινα, απαρέμφ. ξεμείνει : 1α.μένω πιο πίσω από τους άλλους, αποκόβομαι και απομακρύνομαι: Σταματήσαμε για λίγο μέχρι να μας φτάσουν οι υπόλοιποι που είχανε ξεμείνει. Ξέμειναν δύο κατσίκια και τα ΄ψαχναν. β. παραμένω οριστικά κάπου, ενώ δεν ήταν αρχικά αυτή η πρόθεσή μου: Aυτή ξέμεινε πια στα ξένα. || Ξέμεινε ανύπαντρος. 2. ~ από κτ., δεν έχω προνοήσει να αγοράσω, να εξασφαλίσω κτ. που μου έχει τελειώσει: Ξέμεινα από ψωμί. Έχω ξεμείνει από τσιγάρα.

[μσν. ξεμένω < ξε- μένω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεμένω.
  • Μένω κάπου μακριά από άλλους:
    • εξέμειναν έξου (Διήγ. πανωφ. 56).

[<επιτ. ξε‑ + μένω. Πβ. και 'ξωμένω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go