Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξελογιάστρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξελογιάστρα η [kselojástra] Ο25 αρσ. ξελογιαστής [kselojastís] Ο7 : αυτή που ξελογιάζει, που γοητεύει και παρασύρει κπ. συνήθ. σε ερωτικές ιστορίες και ως επίθ.: Γυναίκα ~. || H νύχτα η ~.

[ξελογιασ- (ξελογιάζω) -τρα· ξελογιάσ(τρα) -της (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go