Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεκρέμαστος -η -ο [ksekrémastos] Ε5 : 1.που δεν είναι κρεμασμένος, αναρτημένος ή που δε στηρίζεται κάπου: Tα κάδρα είναι ακόμα ξεκρέμαστα. 2. (μτφ., προφ.) α. για λόγια που δεν έχουν συνάρτηση με τα συμφραζόμενα ή που δεν έχουν ειρμό. β. για κπ. που μένει χωρίς βοήθεια ή υποστήριξη: Στην κρίσιμη στιγμή έφυγαν και τον άφησαν ξεκρέμαστο. Είμαι σαν ~, αισθάνομαι ανασφαλής και αβοήθητος.
[ξεκρεμασ- (ξεκρεμώ) -τος]



