Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκομμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκομμένος -η -ο [ksekoménos] Ε3 μππ. του ξεκόβω : 1.που έχει πάψει να έχει συχνή και καθημερινή επαφή, συναναστροφή, σχέση με κπ.· που απομακρύνεται από κπ.: Zει ~ από όλον τον κόσμο. 2. που έχει απομακρυνθεί από ένα οργανωμένο σύνολο, που έχει αποχωριστεί από τους άλλους: Προσπάθησε να μαζέψει τα ξεκομμένα πρόβατα. 3. (μτφ.) για καταστάσεις, γεγονότα ή έννοιες που έχουν αποσυνδεθεί: Δεν πρέπει να βλέπεις τα πράγματα ξεκομμένα από τον υπόλοιπο πολιτικό περίγυρο. (έκφρ.) ξεκομμένα πράγματα! ή (λαϊκ.) ξεκομμένη!, για κτ. που δεν επιδέχεται αντίλογο. ξεκομμένα ΕΠIΡΡ χωρίς σύνδεση, χωρίς επαφή: Δεν μπορείς να δεις το ζήτημα ~.

[μππ. του ξεκόβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες