Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεκομμένα, επίρρ.
-
- 1) Εξαιρετικά, ξεχωριστά:
- θαρρεί εις την δύναμιν οπού 'χε ξεκομμένα (Θησ. (Foll.) I 10).
- 2) Με ξεχωριστή επιμέλεια και τέχνη:
- (Θησ. ΙΆ [278]).
- 3) Πολύ γενναία:
- όλοι πολεμήσετε ως άνδρες ξεκομμένα (Θησ. Ζ́ [1388]).
[<μτχ. παρκ. ξεκομμένος (βλ. και ξεκόβω σημασιολ.). Η λ. στο Du Cange (λ. –ομένος) και σήμ. με άλλες σημασ.]
- 1) Εξαιρετικά, ξεχωριστά:



