Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξεκλείδωτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκλείδωτος -η -ο [kseklíδotos] Ε5 : που δεν τον έχουν κλειδώσει: Άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη. ξεκλείδωτα ΕΠIΡΡ: Έφυγε και άφησε ~.

[ξεκλειδώ(νω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go