Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκαθαρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκαθαρίζω [ksekaθarízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.αποσαφηνίζω, διευκρινίζω ή τακτοποιώ κτ. ασαφές, μπερδεμένο ή παρεξηγημένο: Επιτέλους ξεκαθα ρίστηκε η υπόθεση. Θα το ξεκαθαρίσω αυτό το ζήτημα σήμερα κιόλας. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας. β. αποσαφηνίζομαι: Επιτέλους ξεκαθάρισε η υπόθεση. || Δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του τι θέλει να σπουδάσει. Έχει ξεκαθαρισμένες απόψεις για το γλωσσικό ζήτημα, κατασταλαγμένες. ΦΡ καθαρίζω* / ~ τη θέση μου. 2. τακτοποιώ, ξεχωρίζοντας τα χρήσιμα από τα άχρηστα: Πρέπει να ξεκαθαρίσω τα χαρτιά μου.

[μσν. ξεκαθαρίζω < ελνστ. ἐκκαθαρίζω (ἐκ- > ξε-)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεκαθαρίζω· εξεκαθαρίζω· ξεκαθερίζω.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Διευκρινίζω, εξηγώ:
        • (Γύπ. Πρόλ. Διός 54
        • Ξεκαθάρισέ μου αυτό το αίνιγμα (Μπερτόλδος 32
      • β) (με αιτιατ. προσώπου συνεκδ.) αντιμετωπίζω επιτυχώς· ξεμπροστιάζω:
        • να μιλήσω … με τούτον τον χωριάτην, διατί εγώ θέλω να τον ξεκαθαρίσω (Μπερτόλδος 28
        • (ειρων. - σκωπτ.):
          • (Μπερτόλδος 19
      • γ) (προκ. για όνειρο) εξηγώ, ερμηνεύω:
        • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 148v).
    • 2) Κάνω κ. σαφές, προσδιορίζω:
      • δεν εξεκαθάρισεν πού … εκατοικούσαν (Μπερτολδίνος 92
      • (μέσ. με ενεργ. σημασ.):
        • Ο περιβολάρης … να ξεκαθαρισθεί από την βασίλισσαν την αιτίαν (Μπερτολδίνος 135).
    • 3)
      • α) Αναλύω, διασαφηνίζω κ. (μέσα από διδασκαλία):
        • (Σοφιαν., Γραμμ. 84
        • κανένα πράγμα δεν είναι οπού … ο Κύριός μας δεν το … εξεκαθάρισε διά των Ευαγγελιστών (Κύριλλ. Κων/π. 371
      • β) εκθέτω διεξοδικά, περιγράφω κ. αναλυτικά:
        • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 76r
        • Τα κάλλη τση πόσά 'τανε δε θα ξεκαθαρίσω (Γύπ. Πρόλ. Διός 58).
    • 4)
      • α) Κάνω κ. γνωστό, φανερώνω:
        • να διαλαλήσω, την γκιόστραν εις την χώρα μας διά να ξεκαθαρίσω (Ευγέν. 1022· Ιμπ. (Legr.) 542
      • β) (γραμμ.) δηλώνω:
        • (Σοφιαν., Γραμμ. 46).
    • 5)
      • α) Αποδεικνύω, τεκμηριώνω, αποκαλύπτω:
        • (Διαθ. 17. αι. 3172
        • την αλήθειαν … με πολλές απόδειξες να την ξεκαθαρίσω (Κρασοπ. B 30
      • β) βεβαιώνω, πιστοποιώ:
        • Ξεκαθαρίζω ότι πως τα σογκόρα … είναι όλα λίμπερα (Διαθ. 17. αι. 1054).
    • 6)
      • α) Ορίζω, διατάζω:
        • εις της Ανατολής τα μέρη εδράμα, καθώς εξεκαθάριζε το γράμμα (Λεηλ. Παροικ. 22
      • β) ορίζω, καθορίζω (μέσα από διαθήκη)· αποσαφηνίζω:
        • (Διαθ. 17. αι. 1014
        • κείνα απού ήταξα … του εγγόνου μου … εις τα προυκοχάρτια του ξεκαθαρίζονται (Διαθ. 17. αι. 390).
    • 7)
      • α) Διακρίνω, ξεχωρίζω:
        • δεν εξεκαθάριζα καθόλου τι έναι ομπρός μου (Φαλιέρ., Ιστ. 260
      • β) καταλαβαίνω:
        • ο δούλος … είντα φωνιάζει δε μπορώ να του ξεκαθαρίσω (Θυσ. 1090).
    • 8) (Προκ. για διαφορά)
      • α) εξομαλύνω, διευθετώ:
        • (Φορτουν. Ιντ. β́ 20
      • β) «τακτοποιώ» (με βίαια μέσα):
        • (Ερωτόκρ. Β́ 2232), (Δ́ 1274
      • γ) φρ. ξεκαθαρίζω την δουλείαν = ξεμπερδεύω τα πράγματα, τακτοποιώ την υπόθεση:
        • (Μπερτολδίνος 135).
    • 9) Κάνω επιλογή (στρατιωτών), ξεδιάλεγμα:
      • εξεδιάλεξε … και εξεκαθάρισε το φουσσάτο του (Χρον. σουλτ. 12610· Αχιλλ. L 144).
    • 10)
      • α) Εξετάζω, ανακρίνω (εδώ προκ. για το Χριστό):
        • (Μυστ. παθ. 71
      • β) εκδικάζω:
        • κατηγορία κληρικού έχει άδειαν έως ένα χρόνον να εξεκαθαρίζεται (Βακτ. αρχιερ. 158).
    • 11) Δέχομαι, αποδεικνύω την αθωότητα κάπ. (εδώ με το να μείνει αβλαβής):
      • αν δεν εμαγαρίστην η γεναίκα και καθάρια αυτή, και να ξεκαθεριστεί (Πεντ. Αρ. V 28).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Μιλώ καθαρά, δεν τραυλίζω:
      • Διατί 'σαι συ βραδύγλωσσος και δεν ξεκαθαρίζεις, … (Χούμνου, Κοσμογ. 2175).
    • 2) (Προκ. για σύννεφο) διαλύομαι:
      • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 175v).
    • 3) Φρ. ξεκαθαρίζει η ημέρα = ξημερώνει:
      • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 174v).

[<αόρ. του μτγν. εκκαθαρίζω (και σήμ.). Ο τ. εξ‑ σε έγγρ. του 17. και 19. αι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες