Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκαθάρισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκαθάρισμα το [ksekaθárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκαθαρίζω. 1. αποσαφήνιση, διάλυση παρεξηγήσεων: Aυτή η ύποπτη υπόθεση χρειάζεται ~. || ΦΡ ~ λογαριασμών*. 2. τακτοποίηση κατά την οποία ξεχωρίζει κανείς τα χρήσιμα από τα άχρηστα: Tα χαρτιά μου θέλουν ~.

[μσν. ξεκαθάρισμα < ξεκαθαρισ- (ξεκαθαρίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεκαθάρισμα το.
  • Αποσαφήνιση, εξήγηση· (εδώ προκ. για σαφέστερη και αναλυτικότερη περιγραφή και πληροφόρηση):
    • ετούτο το βιβλίον έναι … καλύτερο ξεκαθάρισμα και μάθημα (Πορτολ. Α XIV45).

[<αόρ. του ξεκαθαρίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες