Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεβούλωμα το [ksevúloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεβουλώνω. ANT βούλωμα: Tο ~ του μπουκαλιού / του νεροχύτη / της αποχέτευσης.
[ξεβουλώ(νω) -μα]



