Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαρμάτωτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξαρμάτωτος, επίθ.· αξαρμάτωτος· εξαρμάτωτος.
  • 1) Που δεν κρατά όπλα, άοπλος:
    • Δεν άφηκαν οι ιερείς να μπούμ’ αρματωμένοι, εμπήκαμε ξαρμάτωτοι (Αλέξ. 2112).
  • 2) (Προκ. για πλοίο)
    • α) που δεν είναι αρματωμένο:
      • το κάτεργον … αξαρμάτωτον (Μαχ. 12214
    • β) παροπλισμένο:
      • (Αχέλ. 2005).

[<ξαρματώνω. Ο τ. εξ‑ στο Meursius. Τ. ξη‑ σε κυπρ. δημ. τραγ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαρμάτωτος -η -ο [ksarmátotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) 1. που δε φέρει την πολεμική του εξάρτυση, που δεν έχει τα άρματά του. 2. (ναυτ.) για πλοίο παροπλισμένο.

[μσν. εξαρμάτωτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < μσν. ρ. (ε)ξαρματώ(νω) (< εξ- αρματώνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες