Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξαποστέλνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαποστέλνω [ksapostélno] Ρ αόρ. ξαπόστειλα και ξαπέστειλα, απαρέμφ. ξαποστείλει : διώχνω κπ. ή σπανιότερα κτ. μακριά από μένα, συνήθ. με τρόπο βίαιο και απότομο· ξεφορτώνομαι κπ. ή κτ. που το(ν) θεωρώ ενοχλητικό: Θα σε ξαποστείλω από εκεί που ήρθες. Kοίταξε να τον ξαποστείλεις μια ώρα αρχύτερα.

[μσν. ξαποστέλλω κατά το στέλλω > στέλνω < ελνστ. ἐξαποστέλλω `αποστέλλω, διώχνω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (αρχ. ἐξαποστέλλομαι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go