Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναζωγραφίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξαναζωγραφίζω· ξαναζγουραφίζω.
  • Ζωγραφίζω πάλι κ. για να το κάνω να δείχνει καινούργιο:
    • ξυλάθρωπος παλιός ξανασγουραφισμένος (Φορτουν. Δ́ 482).

[<ξανα‑ + ζωγραφίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες