Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαναδίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαναδίνω [ksanaδíno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάδωσα και ξαναέδωσα, απαρέμφ. ξαναδώσει, παθ. αόρ. ξαναδόθηκα, απαρέμφ. ξαναδοθεί : δίνω πάλι: Σου δανείζω το βιβλίο, αλλά να μου το ξαναδώσεις. Nα μην ξαναδώσεις τα πράγματά σου! Δε θέλω να ξαναδώσω εξετάσεις.

[μσν. ξαναδίδω < ξανα- + δίδω κατά το δίδω > δίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες