Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξαναβγάζω [ksanavγázo] Ρ αόρ. ξανάβγαλα και ξαναέβγαλα, απαρέμφ. ξαναβγάλει, μππ. ξαναβγαλμένος : βγάζω πάλι: Ξαναέβγαλα τα μάλλινα από το μπαούλο. Aποφάσισαν να ξαναβγάλουν το περιοδικό, να το εκδώσουν ξανά.
[ξανα- + βγάζω]