Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαδέρφι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαδέρφι το [ksaδérfi] & ξαδέλφι το [ksaδélfi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : οι εξάδερφοι και οι εξαδέρφες κάποιου, χωρίς διάκριση φύλου: Πρώτα ξαδέρφια. Δεύτερα ξαδέρφια, τα παιδιά των πρώτων ξαδέρφων. || (προφ. στον εν.): Πώς τα περνάει στο στρατό το ~ σου; ξαδερφάκι το & ξαδελφάκι το YΠΟKΟΡ.

[υποκορ. του ξάδερφ(ος), ξάδελφ(ος) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες