Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξέχωρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξέχωρα (I) τα· εξέχωρα.
  • Τα περίχωρα, οι γύρω περιοχές:
    • Ακούσων γαρ τα εξέχωρα, … κι εκείνοι από την Τσακωνίαν … (Χρον. Μορ. H 2960· Χρον. Τόκκων 566).

[<ξε+ ουσ. χώρα ή χώρος. Ο τ. με επίδρ. του επιρρ. έξω· πβ. εξώμερα, εξωχώρι, εξώχωρον, εξωχωρίτης]

[Λεξικό Κριαρά]
ξέχωρα (II), επίρρ.
  • 1)
    • α) Χωριστά:
      • δεν σου λέγει (ενν. ο Θεός) ξέχωρα το ένα και ξέχωρα το άλλο· αμή και τα δύο σου τα ορίζει μαζί (Πηγά, Χρυσοπ. 56 (13)· 57 (14)
    • β) σε κάπ. απόσταση:
      • Αυταί αι εκκλησίες είναι κολλημένες με τον Άγιον Τάφον, αι δε άλλαι είναι ξέχωρα (Προσκυν. ά 1197).
  • 2) Επιπλέον:
    • (Παλαμήδ., Βοηβ. 271
    • Να δυο τσεκίνια ξέχωρα, κι άμε, πάρε τσι κότες (Κατζ. Ά 353).
  • 3) Ιδιαιτέρως, κατεξοχήν, με ιδιαίτερη ένταση:
    • (Λεηλ. Παροικ. 72
    • ξέχωρα θέλουν να κριθούν αυτοί οπού ζουρεύουν, Θεού φόβον δεν έχουσιν (Αλφ. 1527· Τζάνε, Κατάν. 466).

[<επίθ. ξέχωρος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες