Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξέφωτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέφωτο το [kséfoto] Ο41 : άδενδρη έκταση μέσα σε δάσος.

[ίσως *ξεφω τ(ίζω) -ο (αναδρ. σχημ.) < ελνστ. ρ. ἐκφωτίζω `ρίχνω φως΄ (ἐκ- > ξε-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go