Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξέσχισμα το· ?ξέκισμα, (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [962] (ξεκίσματα))· ξέσκισμα.
-
- 1) Κομμάτιασμα, ξέσχισμα·
- (συνεκδ.) ταλαιπωρία:
- Κυνήγια και ξεσκίσματα ας έχουσιν οι άλλες (Πανώρ. Γ́ 200 χφ D κριτ. υπ).
- (συνεκδ.) ταλαιπωρία:
- 2) Τραύμα, πληγή:
- ξεσκίσματα αιματερά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [946]).
- 3) Μαρτύριο, βασανισμός:
- Ξεσκίσματα και παίδες (Πιστ. βοσκ. III 6, 110· IV 1, 17).
- 4) Ράκος, κουρέλι:
- (Μπερτόλδος 80).
- 5) (Συνεκδ.) ρούχο παλιό ή σχισμένο:
- ο πτωχός ο χωριάτης εγδύθη από την βέσταν και έμεινεν με τα ξεσκίσματά του ολοτρόγυρα (Μπερτόλδος 70).
- Φρ. έχω ξέσκισμα στην πρύμην = έχω διαπράξει κ. ανήθικο, «έχω λερωμένη τη φωλιά μου»:
- (Μπερτόλδος 24).
[<αόρ. του ξεσχίζω + κατάλ. ‑μα. Για τον τ. ξέκ‑ πβ. ιδιωμ. ξεκώ, κ.ά. (βλ. ξεσχίζω, ετυμολ.), αν όχι εσφαλμ. γρ. αντί ξεσκ‑ (λίγο πιθ. να πρόκ. για λ. 'ξαίκισμα <*εξ‑αικίζω). Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Κομμάτιασμα, ξέσχισμα·



