Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξέσκισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέσκισμα το [kséskizma] & ξέσχισμα το [ksésizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεσκίζω.

[ξεσκισ- (ξεσκίζω), ξεσχισ- (ξεσχίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξέσκισμα το,
βλ. ξέσχισμα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες