Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξέρασμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέρασμα το [ksérazma] Ο49 : (οικ.) 1. το αποτέλεσμα του ξερνώ· εμετός. 2. (μτφ.) για κτ. ανούσιο, σαχλό και αηδιαστικό: Tι ξεράσματα είναι αυτά που λες; || Ένα ~ είναι αυτή η γυναίκα.

[μσν. ξέρασμα < ελνστ. ἐξέραμα κατά το συνοπτ. θ. του ρ. ξερνώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ξέρασμα το.
  • 1) Εμετός:
    • τα μουστάκια τους (ενν. των μεθύσων) ξεράσματα γεμάτα (Ιστ. Βλαχ. 2056).
  • 2) (Σε μεταφ.) αναγούλα, αηδία:
    • θέλομεν έλθει εις ξέρασμα σιμά εις όλους (Μπερτολδίνος 116).

[<παλαιότ. ουσ. εξέρασμα (Steph., LBG) <αόρ. του αρχ. εξεράω (βλ. και ξερνώ) + κατάλ. ‑μα· πβ. μτγν. εξέραμα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go