Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξένοιαστα, επίρρ.· αξέγνοιαστα· αξένοιαστα.
-
- Χωρίς φροντίδα και ανησυχία, αμέριμνα:
- (Χριστ. διδασκ. 59)·
- είχε αγάπη με όλους τους αφεντάδες της Ανατολής, διατούτο επολέμα εις την Ρούμελη αξένοιαστα (Χρον. σουλτ. 4729).
[<επίθ. ξένοιαστος. Η λ. και σήμ.]
- Χωρίς φροντίδα και ανησυχία, αμέριμνα:



