Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέμπαρκος -η -ο [ksébarkos] Ε5 : (ναυτ.) ναυτικός που έχει ξεμπαρκάρει, που δεν εργάζεται σε ένα πλοίο προσωρινά ή μόνιμα. || (οικ.): Έμεινα ~, χωρίς δουλειά, χωρίς παρέα κτλ.
[ξεμπαρκ(άρω) -ος (αναδρ. σχημ.)]



