Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξέκαμα το [ksékama] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του ξεκάνω, κυρίως στην έκφραση έχω κπ. / κτ. για ~: Για ~ το έχεις το παιδί και το φορτώνεις με τόση δουλειά; Για ~ το ΄χει και το κτήμα και το σπίτι.
[ξεκά(νω)1 -μα]



