Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξάφνισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξάφνισμα το [ksáfnizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) ξάφνιασμα.

[ξαφνισ- (ξαφνίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξάφνισμα το.
  • Αιφνιδιασμός:
    • να κάμει ξάφνισμα με τες λουμπάρδες (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 365).

[<αόρ. του ξαφνίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ. (κοιν. ‑ιασμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες