Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξάστερα, επίρρ.
-
- Καθαρά, φανερά:
- (Θρ. Κων/π. B 79)·
- Μίλησε ξαστερότερα οπού εγώ να σε γροικήσω (Μπερτόλδος 66).
[<επίθ. ξάστερος. Η λ. και σήμ.]
- Καθαρά, φανερά:



