Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξάνοιγμα το [ksániγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξανοίγω ή η αφηρημένη έννοια του ξανοίγομαι: Tο χρώμα / η βαφή / τα μαλλιά θέλουν ~.
[ξανοικ- (ξανοίγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]



