Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξάγρυπνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ξάγρυπνος, επίθ.· ξαγρυπνός.
  • α) Άγρυπνος, που γρηγορεί, που επαγρυπνεί:
    • τους εμέρασε … εις τα τειχία διά να βιγλίζουνε, διά να είναι ξαγρυπνοί (Χρον. σουλτ. 858
  • β) (μεταφ.) που έχει το νου του σε κ., που καιροφυλακτεί:
    • ο … Σελίμης … ήτονε ξαγρυπνός διά να βασιλέψει (αυτ. 13528).

[<επιτ. εξ‑ ('ξ‑/ξε‑) + επίθ. άγρυπνος ‑ός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξάγρυπνος -η -ο [ksáγripnos] Ε5 : που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας: Στριφογύριζε ~ στο κρεβάτι του. Έμεινα ξάγρυπνη περιμένοντάς τον. Ο πονόδοντος με κράτησε ξάγρυπνο όλη τη νύχτα.

[μσν. *ξάγρυπνος (πρβ. μσν. ξαγρυπνός) < ξ(ε)- άγρυπνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες