Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξάγναντο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξάγναντο το [ksáγnando] Ο41 : (λογοτ.) ψηλό και περίοπτο μέρος από όπου μπορεί κανείς να αγναντέψει.

[ξαγναντ(εύω) -ο (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες