Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νύξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νύξη η [níksi] Ο31 : I.(λόγ.) νυγμός. II. (μτφ.) αναφορά σε κτ. που λέγεται ακροθιγώς, όχι λεπτομερειακά ή με υπαινικτικό τρόπο: Στην ομιλία του έκανε απλώς ~ του προβλήματος. Δεν έκανε ούτε ~ για τα δανεικά.

[λόγ. < ελνστ. νύξις `νυγμός΄ (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go