Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νότισμα το [nótizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του νοτίζω: Tο ~ της γης / του τοίχου, ύγρανση. || Tα ρούχα θέλουν ~ πριν τα σιδερώσεις.
[νοτισ- (νοτίζω) -μα]



