Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νόστιμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νόστιμος, επίθ.· ονόστιμος.
  • 1)
    • α) Που έχει ευχάριστη γεύση, εύγευστος:
      • το φαγιό η πείνα νόστιμο κάνει (Πανώρ. Πρόλ. 88· Ζήν. Έ 30
    • β) (σε μεταφ.):
      • (Μορεζίν., Λόγ. 467).
  • 2) Μεταφ.
    • α) που έχει ή προκαλεί ευχαρίστηση, τρυφερός, ηδονικός:
      • γλυκύ κι ονόστιμο φιλί (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 97· Σαχλ. N 256
      • (σε μεταφ.):
        • (Δεφ., Λόγ. 476
    • β) ευχάριστος:
      • ονόστιμον του εφάνηκεν να εσμίξουν και χαρούσιν (Χρον. Μορ. H 6019· Σαχλ. N 149
    • γ) ευχάριστος στην ακοή, μελωδικός:
      • νόστιμος κιλαδισμός (Ερωτόκρ. Β́ 673
    • δ) (προκ. για πρόσωπο) προσηνής, καλοδιάθετος:
      • γλυκύς και νόστιμος κι όλος χαριτωμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [924]).
  • 3) (Προκ. για λόγια)
    • α) ευχάριστος· παρήγορος:
      • (Φορτουν. Ά 237
      • εμιλιά … γλυκιά κι ονόστιμη (Πανώρ. Β́ 556
    • β) συνετός, γνωστικός:
      • πολλά με εφέλεσαν τα ονόστιμά σου λόγια (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1464· Χρον. Μορ. H 7195).
  • 4)
    • α) Χαριτωμένος, θελκτικός:
      • (Ερωτόκρ. Έ 406
      • μελαχρινή και νόστιμη (Ch. pop. 448
    • β) (συνεκδ.):
      • (Λίβ. Esc. 2395
      • Στόμα μου νοστιμότατο (Ερωφ. Έ 457).
  • 5) Εξαίτερος, εκλεκτός:
    • η ηδονή μου νόστιμη απάντων των ορνέων (Πουλολ. 265 κριτ. υπ).

[αρχ. επίθ. νόστιμος. Ο τ. από συνεκφ. με προηγ. φωνήεν. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νόστιμος -η -ο [nóstimos] Ε5 : ANT άνοστος. 1. για τροφή που έχει ευχάριστη γεύση, συνήθ. πικάντικη ή για φαγητό καλομαγειρεμένο και με πολλά καρυκεύματα: Ο λαγός έχει νόστιμο κρέας. Φτιάχνει ένα νοστιμότατο μουσακά. H ελληνική κουζίνα είναι πολύ νόστιμη. 2. (μτφ.) α. που κεντρίζει ευχάριστα τις αισθήσεις ή το ενδιαφέρον, που είναι χαριτωμένος: Mια νόστιμη γυναίκα / κοπέλα. Δεν είναι ωραία, αλλά έχει ένα νόστι μο προσωπάκι. Nόστιμο μπλουζάκι / καπελάκι, καλόγουστο, όχι ιδιαίτε ρα εντυπωσιακό. Nόστιμα αστεία. Θα σου πω κάτι νόστιμο που άκου σα. β. (ως ουσ.) το νόστιμο, για κτ. περίεργο, απρόσμενο θετικό ή αρνητικό: Tο νόστιμο είναι ότι τελικά όλοι έμειναν ευχαριστημένοι / ότι κανένας δεν ήρθε, το αστείο. νοστιμούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. νοστιμού λικος -η -ο YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2. νοστιμούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ όχι πολύ νόστιμος. νόστιμα ΕΠIΡΡ: Mαγειρεύει / ντύνεται ~. νοστιμούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. νοστιμούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[αρχ. νόστιμος `που αναφέρεται στο νόστο (επιστροφή στην πατρίδα, ταξίδι με καλό τέλος)΄, ελνστ. σημ.: `που δίνει καρπό, ζουμερός΄, μσν. σημ.: `με ευχάριστη γεύση΄· νόστιμ(ος) -ούλης, -ούλικος, -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες