Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νόθος -α -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νόθος, επίθ.
  • 1) Που δε γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόθος:
    • (Βακτ. αρχιερ. 178).
  • 2) Παράνομος:
    • νόθας συνουσίας (Ερμον. Ψ 45).

[αρχ. επίθ. νόθος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νόθος -α / -η -ο [nóθos] Ε4, Ε3 : ANT γνήσιος. 1. που γεννήθηκε από γονείς οι οποίοι είχαν φυσικό δεσμό και δεν είχαν συνάψει νόμιμο γάμο· εξώγαμος. ANT νόμιμος: ~ γιος. Nόθα παιδιά / τέκνα. Aυτός είναι ~. || (ως ουσ.) το νόθο, νόθο παιδί. 2α. (βιολ., για ζώο ή φυτό) που προέρχεται από τη διασταύρωση διαφορετικών ποικιλιών, ειδών και σπανιότερα γενών. β. (μαθημ.) νόθο κλάσμα, που ο αριθμητής του είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή. γ. (ανατ.) νόθες πλευρές, οι τελευταίες πλευρές που δε συνδέονται άμεσα με το στέρνο. δ. για συγγραφικό έργο που δεν έχει γραφτεί από το συγγραφέα στον οποίο αποδίδεται· πλαστός. 3. (για αφηρ. ουσ.) που περιέχει στοιχεία από δύο ή περισσότερα είδη, η σύνθεση των οποίων δημιουργεί μία νέα μορφή που τη χαρακτηρίζει η ανωμαλία, η έλλειψη καθαρότητας, η ασάφεια: Nόθο εκλογικό σύστημα. Nόθες αρχιτεκτονικές μορφές. Δε χώρισαν αλλά και δε ζουν μαζί, πρέπει επιτέλους να ξεκαθαρίσει αυτή η νόθα κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. νόθος (2β: σημδ. αγγλ.(;) improper fraction)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go