Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νωπός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νωπός, επίθ.
  • 1)
    • α) Φρέσκος:
      • αβγόν νωπόν (Σταφ., Ιατροσ. 8211‑2
    • β) (προκ. για καρπό) φρεσκοκομμένος:
      • τα νωπά τα μήλα (Διγ. Άνδρ. 3963).
  • 2) (Προκ. για θεμέλια) που δεν έχουν στεγνώσει, αποξηρανθεί εντελώς:
    • (Hagia Sophia ω 5367).
  • 3) (Προκ. για στράτευμα) που στρατολογήθηκε πρόσφατα, νέος:
    • νωπά φουσσάτ’ αναπαμένα, ακούραστα (Παλαμήδ., Βοηβ. 1035).

[<επίθ. νέος + κατάλ. ‑ωπός. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νωπός -ή -ό [nopós] Ε1 : 1α.(για τρόφιμα) που είναι πρόσφατης παραγωγής και που διατηρείται σε καλή κατάσταση, χωρίς να τον έχουν συντηρήσει με τεχνητά μέσα· φρέσκοςI1β. ANT συντηρημένος, κατεψυγμένος: Nωπά φρούτα / λαχανικά. Nωπό κρέας / ψάρι. || Nωπό βούτυρο, σε αντιδιαστολή προς το λιωμένο και αλατισμένο. β. που δεν έχει στεγνώσει εντελώς, που είναι υγρός: Tο χώμα είναι νωπό απ΄ τη βροχή. Tο μελάνι / το αίμα είναι ακόμη νωπό. Tα ρούχα να τα σιδερώνεις νωπά. || ~ τάφος, φρεσκοσκαμμένος. 2. (μτφ.) που είναι πρόσφατος: Tα γεγονότα είναι ακόμη νωπά. Οι τελευταίες νωπές ειδήσεις. || που αναφέρεται σε νωπά, πρόσφατα γεγονότα ή παραστάσεις: Nωπές αναμνήσεις / εικόνες.

[μσν. νωπός < αρχ. νέ(ος) -ωπός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες