Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυχτοπερπατώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυχτοπερπατώ [nixtoperpató] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) γυρνώ έξω τη νύχτα, συνήθ. για διασκεδάσεις ή για ύποπτες δουλειές.

[μσν. νυκτοπεριπατώ < νυκτο- + περιπατώ κατά τα νύχτα, περπατώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες