Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυχτικό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυχτικό το [nixtikó] Ο38 : είδος απλού φορέματος που το φορούν οι γυναίκες όταν κοιμούνται: Xειμωνιάτικο / καλοκαιρινό / μακρύ / κοντό ~. || (πληθ.) γενικά ό,τι φοράμε στο κρεβάτι: Bγήκε στο δρόμο με τα νυχτικά της.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. νυχτικός < νύχτ(α) -ικός (παλ. τ. νυκτικός `νυχτερινός΄ δες στο νύχτα)]

[Λεξικό Κριαρά]
νυχτικός, επίθ.
βλ. νυκτικός.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες