Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυχτικιά η [nixtiká] Ο24 : νυχτικό. || μακρύ και φαρδύ ρούχο που φορούσαν οι άντρες όταν κοιμούνταν.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. νυχτικός (δες στο νυχτικό) (ενν. φορεσιά)]



