Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυφοστολίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυφοστολίζω [nifostolízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ντύνω και στολίζω νύφη.

[νύφ(η) -ο- + στολίζω (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ `συνοδεύω τη νύφη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες