Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νυσταλέος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυσταλέος -α -ο [nistaléos] Ε4 : 1.(λόγ., συνήθ. ειρ.) που είναι σχεδόν πάντα νυσταγμένος. 2. (μτφ.) νωθρός: Ένας ~ υπάλληλος προσπαθούσε να τακτοποιήσει κάτι φακέλους. νυσταλέα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~ και αδιάφορα.

[λόγ. < ελνστ. νυσταλέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go