Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυστάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυστάζω [nistázo] Ρ2.2α μππ. νυσταγμένος : 1α.έχω τάση, ανάγκη για ύπνο, αισθάνομαι νύστα: Πάω να κοιμηθώ, γιατί νύσταξα / γιατί άρχισα να νυστάζω. Φαίνεσαι πολύ νυσταγμένος. β. κτ. / κάποιος με νυστάζει, μου προκαλεί νύστα: Mε νύσταξε το κρασί που ήπια. H ομιλία του ήταν πολύ βαρετή και με νύσταξε. || ~ όταν κοιτάζω τηλεόραση. 2. (μππ.) που δείχνει κούραση, νωθρότητα: Οι κινήσεις του ήταν αργές, νυσταγμένες. Mε κοίταξε με ένα νυσταγμένο βλέμμα.

[αρχ. νυστάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
νυστάζω.
  • 1) Νυστάζω:
    • (Φαλιέρ., Ιστ. 439).
  • 2) Καθυστερώ, αργώ:
    • η τύχη … βοηθά σ’ εκείνον που την κράζει … με δίχως να νυστάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [708]).

[αρχ. νυστάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες