Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυμφομανία η [nimfomanía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση, κατά την οποία μια γυναίκα έχει υπερβολικά έντονες σεξουαλικές επιθυμίες· μητρομανία.
[λόγ. < γαλλ. nymphomanie < αρχ. νύμφ(η) -ο- + -manie = -μανία]



