Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νυμφομανής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυμφομανής -ής -ές [nimfomanís] Ε10 : για γυναίκα που κατέχεται από νυμφομανία· μητρομανής.

[λόγ. < γαλλ. nymphomane < nymphoman(ie) = νυμφομαν(ία) -ής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go