Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυμφαία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυμφαία η [nimféa] Ο25 : (βοτ.) άσπρο νούφαρο.

[λόγ. < ελνστ. νυμφαία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες