Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυκτερεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νυκτερεύω.
  • Περνώ τη νύχτα κάνοντας κ.:
    • ενυκτέρευεν εις την προσευχήν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ς́ 12).

[αρχ. νυκτερεύω. Τ. ‑χτ‑ σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες