Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νυκταλωπία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυκταλωπία η [niktalopía] Ο25 : 1.(ιατρ.) πάθηση κατά την οποία η οπτική ικανότητα μειώνεται στο δυνατό φως της ημέρας και αντίθετα, ενισχύεται στο ημίφως. 2. η ικανότητα που έχουν ορισμένα ζώα, όπως π.χ. η κουκουβάγια και η γάτα, να βλέπουν στο σκοτάδι.

[λόγ. < γαλλ. nyctalopie (-ie = -ία) < αρχ. νυκταλωπίασις `πάθηση των ματιών που εμποδίζει την όραση στο ημίφως: ικανότητα να βλέπει κπ. στο σκοτάδι ή και το αντίστροφο, να μη βλέπει΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go