Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντροπαλός
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ντροπαλός, επίθ.,
βλ. εντροπαλός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντροπαλός -ή -ό [dropalós] Ε1 : που αισθάνεται εύκολα ντροπή, που δεν έχει θάρρος μπροστά στον κόσμο· συνεσταλμένος: Είναι ντροπαλή και δε μιλάει εύκολα σε ξένους. Είναι ~ σαν κορίτσι. ντροπαλά ΕΠIΡΡ: Mε πλησίασε διστακτικά και μου μίλησε ~.

[μσν. ντροπαλός < εντροπαλός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εντροπή (δες στο ντροπή) -αλός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντροπαλοσύνη η [dropalosíni] Ο30 : η ιδιότητα του ντροπαλού.

[ντροπαλ(ός) -οσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go